- σελ(λ)ώνω
- Ν [σέλ(λ)α]προσαρμόζω, προσδένω την σέλα στο υποζύγιο («ώστε να στρώσει ο Διγενής και να σελλώσει ο Αλέξης», δημ. τραγούδι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σέλ(λ)ωμα — το, Ν [σελ(λ)ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σελ(λ)ώνω … Dictionary of Greek
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek